Δεν θέλεις να βγεις από το πένθος σου
– και κανείς δεν τολμά να στο πει
Πριν ξεκινήσεις να διαβάζεις...
Θέλω να σου πω κάτι.
Αυτό το κείμενο δεν είναι από εκείνα τα κείμενα που έχεις συνηθίσει. Δεν γράφτηκε για να σε παρηγορήσει, αλλά για να σε ταρακουνήσει. Είναι ωμό — όχι για να σε πληγώσει, αλλά για να σε ξυπνήσει.
Το γράφω γιατί έχω περάσει από εκεί. Γιατί κι εγώ κουβάλησα το πένθος μου σαν πανοπλία και θάφτηκα μέσα του.
Γιατί έχω δει με τα μάτια μου γυναίκες να χάνονται για πάντα μέσα στον πόνο — και άλλες να βρίσκουν τη δύναμη να ξαναβγούν στο φως.
Το γράφω γιατί σε νοιάζομαι. Και γιατί πιστεύω ότι μπορείς κι εσύ.
Θυμάμαι ακόμα το βλέμμα της.
Καθόταν απέναντί μου, κρατώντας τον καφέ της με τα δύο χέρια, σαν να ήταν η τελευταία πηγή ζεστασιάς στον κόσμο. Τα μάτια της είχαν εκείνο το γυάλινο βλέμμα που έχω δει εκατοντάδες φορές. Το βλέμμα που είμαι σίγουρη ότι είχα κι εγώ τον πρώτο καιρό.
«Έχουν περάσει εννιά χρόνια», μου είπε. «Κι όμως, νιώθω σαν να έγινε χθες.»
Ήταν η τρίτη φορά που άκουγα την ίδια φράση από το στόμα της. Την ίδια εβδομάδα.
Ίδιες λέξεις, ίδιο βλέμμα, ίδια στάση σώματος.
Τα προβλήματα με την υγεία της συνεχίζονται και αυξάνονται: από την τριχόπτωση, μέχρι τις αρρυθμίες και το ζάχαρο.
Δεν έχει αλλάξει τίποτα.
Και τότε το συνειδητοποίησα:
Δεν ήθελε να βγει από το πένθος της.
Κάποιος πρέπει επιτέλους να σου το πει κατάμουτρα. Χωρίς γλυκόλογα, χωρίς φόβο μήπως σε πληγώσει, χωρίς να σου χαϊδεύει τα αυτιά:
Δεν θέλεις να βγεις από το πένθος σου.
Ναι, διάβασες σωστά.
Έχεις κάνει τον πόνο σου κρεβάτι, μαξιλάρι και πάπλωμα. Τον έχεις στολίσει με τις αναμνήσεις σου και τον έχεις κάνει "σπίτι" σου. Έχεις χτίσει τείχη από δάκρυα και έχεις βάλει στην πόρτα μια πινακίδα που γράφει: «Μην ενοχλείτε – Πενθώ.»
Έχεις μετατρέψει την απώλεια σου σε ταυτότητα. Σε διαβατήριο για τη χώρα των θυμάτων.
Και ξέρεις κάτι; Είναι εύκολο. Τόσο εύκολο.
Θυμάμαι τη Μαριάνα. Τριάντα επτά χρονών, έχασε τον άντρα της σε τροχαίο. Φρικτό. Άδικο. Απάνθρωπο.
Στην αρχή, όλοι ήταν εκεί. Φίλοι, συγγενείς, συνάδελφοι. «Ό,τι χρειαστείς», της έλεγαν. «Είμαστε δίπλα σου.» Και το εννοούσαν. Οι φίλες της από την παιδική ηλικία της στάθηκαν. Ήταν εκεί, σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Πέρασε ένας χρόνος. Μετά δύο. Η Μαριάνα σταμάτησε να συναντιέται μαζί τους. Άλλαζε δουλειές κάθε εξάμηνο — «Δεν καταλαβαίνουν την κατάσταση μου», έλεγε.
Οι φίλες της άρχισαν να απομακρύνονται. Όχι επειδή το ήθελαν, αλλά επειδή η Μαριάνα είχε αγκαλιάσει τον πόνο της τόσο σφιχτά, που ήταν σαν να ήταν η τελευταία της σύνδεση με τον Νίκο. Σαν να ήταν η μόνη της σύνδεση με ολόκληρο τον κόσμο.
Έμαθε να ζει με αυτό. Μόνο με αυτό.
Και εδώ είναι μια αλήθεια που κανείς δεν τολμά να σου πει:
Είχε γίνει βολικό.
Το να παραμείνει θύμα, της έδινε δύναμη. Μια δύναμη που δεν είχε αλλιώς. Της έδινε δικαιολογίες. Της έδινε λόγο να μην προσπαθήσει. Να μην ρισκάρει. Να μην αγαπήσει ξανά. Να μην ζήσει ξανά.
Η Άννα έχασε τον πατέρα της όταν ήταν 25. Την συνάντησα στα 37 της. Δώδεκα χρόνια αργότερα, ακόμη συστηνόταν ενεργειακά στους γύρω της ως «η Άννα που έχασε τον μπαμπά της νωρίς».
Ξέρεις... δεν χρειάζεται να συστηθείς με λέξεις καμιά φορά.
Λες και δεν είχε κερδίσει τίποτα στο μεταξύ. Λες και η ζωή της είχε σταματήσει εκείνη τη μέρα, μαζί με την καρδιά του πατέρα της.
Και όταν τη ρωτούσα:
«Τι θα έλεγε ο πατέρας σου αν σε έβλεπε να ζεις έτσι;»,
με κοίταζε πάντα σαν να την είχα χαστουκίσει.
«Τι εννοείς;» μου απαντούσε.
«Εννοώ», της έλεγα, «ότι ο πατέρας σου πέθανε. Αλλά εσύ επέλεξες να ταφείς μαζί του, ενώ ακόμη αναπνέεις.»
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Όχι από λύπη — από οργή.
Αλλά ακόμη και η οργή είναι καλύτερη από την αποσύνδεση. Η οργή είναι ζωή. Και αυτό ακριβώς χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή: να θυμηθεί ποια είναι και τι κάνει με τη ζωή της.
Είναι πιο εύκολο να πεις «εγώ υποφέρω» παρά «εγώ προχωράω».
Είναι εύκολο να βλέπεις τους άλλους να περπατάνε στις μύτες γύρω σου. Να σου μιλάνε με φωνή που κρατάει απόσταση ασφαλείας. Να σου κάνουν τα χατίρια:
«Άσε, θα το κάνω εγώ»,
«Μην ανησυχείς»,
«Καταλαβαίνω».
Όχι, δεν καταλαβαίνουν. Και εσύ το ξέρεις καλύτερα απ’ όλους. Προσπαθούν. Απλώς προσπαθούν όπως μπορούν.
Αλλά είναι βολικό, δεν είναι; Άλλοτε ανακούφιση, άλλοτε άμυνα. Ο πόνος γίνεται τρόπος να προστατεύεσαι από τη ζωή εκεί έξω — από απαιτήσεις, από ρυθμούς, από το "κανονικό". Και κάπου εκεί, χωρίς να το καταλάβεις, αρχίζεις να ζεις πίσω από το φίλτρο της απώλειας. Όχι επειδή το επιδιώκεις. Αλλά επειδή φοβάσαι ποια θα είσαι χωρίς αυτό.
«Δεν μπορώ να έρθω στη γιορτή σου, είμαι ακόμα...»
«Δεν μπορώ να δουλέψω πάνω σε αυτό, καταλαβαίνεις...»
«Δεν είμαι έτοιμη να μιλήσω για...»
Το πένθος γίνεται το συγχωροχάρτι για όλα τα δεν μπορώ και τα δεν είμαι έτοιμη.
Κι όμως, κάτω από τον πόνο που έχεις αγκαλιάσει σφιχτά, υπάρχει φόβος. Φόβος για το επόμενο βήμα. Φόβος για τη ζωή χωρίς αυτόν τον πόνο που έγινε κομμάτι σου.
Γιατί αν δεν είσαι «αυτή που υποφέρει», τότε ποια είσαι;
Αν δεν είσαι «η χήρα», «η γυναίκα που έχασε το παιδί της», «το κορίτσι που έχασε τη μητέρα της», τότε τι είσαι;
Θα σου πω εγώ: Είσαι επιζώσα.
Και η δουλειά των επιζώντων δεν είναι να μείνουν παγωμένοι στη στιγμή της καταστροφής. Η δουλειά τους είναι να ζήσουν.
Ήταν ένα απόγευμα Σεπτεμβρίου όταν την είδα ξανά. Τη Νατάσα, την παλιά μου συνάδελφο. Είχε χάσει την αδερφή της από καρκίνο πέντε χρόνια πριν.
Καθόταν σε ένα παγκάκι στο πάρκο, γελώντας με ένα μικρό αγόρι που έπαιζε μπροστά της. Ο γιος της αδερφής της. Το παιδί που ανέλαβε να μεγαλώσει όταν η αδερφή της έφυγε.
«Πώς τα πας;» τη ρώτησα, καθώς κάθισα δίπλα της.
«Καλά. Ξέρεις... κάθε μέρα είναι διαφορετική», μου είπε. «Υπάρχουν ακόμα πρωινά που ξυπνάω και για ένα δευτερόλεπτο αναρωτιέμαι αν ήταν όλα ένα κακό όνειρο. Αλλά μετά ακούω τον μικρό να φωνάζει ‘Θεία!’ και σκέφτομαι: η αδερφή μου είναι εδώ, μέσα σε αυτή τη φωνούλα.»
Η Νατάσα δεν είχε «ξεπεράσει» το πένθος της. Κανείς δεν το ξεπερνά πραγματικά. Αλλά είχε κάνει κάτι πολύ πιο σημαντικό:
Είχε επιλέξει να συνεχίσει να ζει.
Το να φύγεις από το πένθος δεν σημαίνει να ξεχάσεις. Δεν σημαίνει να προδώσεις τον άνθρωπό σου.
Σημαίνει να αρνηθείς να αφήσεις την απώλεια να προδώσει τη ζωή που ακόμα έχεις μπροστά σου.
Σημαίνει να αντιμετωπίσεις την πιο τρομακτική αλήθεια: ότι ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει. Ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να αγαπούν, να γελούν, να δημιουργούν. Και ότι έχεις κι εσύ το δικαίωμα — όχι, την υποχρέωση — να κάνεις το ίδιο.
Πριν λίγους μήνες, βρέθηκα σε ένα σεμινάριο για το πένθος.
Πήγα ως ειδικός — αλλά πολύ περισσότερο ως άνθρωπος που το έχει ζήσει στο πετσί του.
Έχω δει αγαπημένους να χάνονται στον λαβύρινθο του πόνου και να μη βρίσκουν ποτέ την έξοδο.
Έχω υπάρξει κι εγώ μέσα σ’ αυτόν τον λαβύρινθο.
Στο τέλος, όλοι μοιραστήκαμε την εμπειρία μας.
Αυτό ήταν που είπα:
«Όταν έχασα τον γιο μου, ένιωσα ότι έχασα και τον εαυτό μου.
Πέρασα τρία χρόνια προσπαθώντας να βρω πώς να ζήσω χωρίς εκείνον.
Μέχρι που κατάλαβα ότι η πραγματική ερώτηση δεν ήταν “πώς να ζήσω χωρίς εκείνον”, αλλά:
Πώς θα ζήσω και για εκείνον;
Πώς θα κάνω τη ζωή μου να έχει αρκετή αγάπη, χαρά και νόημα… για δύο ανθρώπους;»
Τολμάς;
Τολμάς να σηκώσεις τα μάτια από τον τάφο και να κοιτάξεις τον ορίζοντα;
Τολμάς να αφήσεις το θύμα που έχεις γίνει;
Τολμάς να πεις: «Ναι, πονάω. Αλλά δεν είμαι ο πόνος μου»;
Εδώ είναι το αληθινό θάρρος. Όχι στο να υποφέρεις – αυτό είναι το εύκολο κομμάτι.
Το θάρρος βρίσκεται στο να βγεις από τον τάφο που έσκαψες για τον εαυτό σου.
Το πραγματικό μνημόσυνο δεν είναι να πεθαίνεις κάθε μέρα.
Είναι να ζήσεις όσο πιο δυνατά, όσο πιο αληθινά, όσο πιο εντατικά μπορείς.
Να αφιερώσεις κάθε στιγμή χαράς στη μνήμη όσων αγάπησες και έχασες.
Δεν θα γίνει αύριο. Ίσως ούτε τον επόμενο μήνα.
Αλλά σήμερα, αυτή τη στιγμή, μπορείς να κάνεις ένα πράγμα:
Να αναγνωρίσεις ότι έχεις επιλογή.
Να αναγνωρίσεις ότι κάθε πρωί που ξυπνάς, επιλέγεις αν θα κουβαλάς τον πόνο σου σαν φυλαχτό που σε προστατεύει από τη ζωή — ή σαν πυξίδα που σε οδηγεί σε μια ζωή με περισσότερο νόημα.
Και αυτή η επιλογή, είναι ένα άλμα.
Σήμερα, εδώ, τώρα, σε προκαλώ:
Πάρε μια βαθιά ανάσα.
Και ρώτησε τον εαυτό σου:
«Τι θα έκανα αν δεν ήμουν πια το θύμα της ιστορίας μου;
Τι θα τολμούσα αν επέτρεπα στον εαυτό μου να ζήσει ξανά χωρίς ενοχές;
Ποια θα γινόμουν αν επέλεγα να τιμήσω αυτούς που έχασα όχι με δάκρυα, αλλά με μια ζωή γεμάτη νόημα;»
Ο πόνος μπορεί να σε επισκέπτεται.
Αλλά μην τον αφήνεις να μετακομίσει για πάντα μέσα σου.
Γιατί ο πόνος δεν είναι το σπίτι σου.
Είναι απλώς ένας δρόμος που πρέπει να διασχίσεις.
Και στην άλλη πλευρά, σε περιμένει η ζωή.
Με αγάπη,
Κατερίνα